αυτόχειρας

αυτόχειρας
[автохэрос] ουσ. α самоубийца

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αυτόχειρας" в других словарях:

  • αυτόχειρας — ο αυτός που σκοτώνει ο ίδιος τον εαυτό του: Ο αυτόχειρας έπασχε από νευρασθένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτόχειρας — ο (AM αὐτόχειρ, [ ειρος]) [χειρ] αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια αρχ. 1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια 2. εργάτης, πρωτεργάτης 3. φονιάς, δολοφόνος 4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • αὐτόχειρας — αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • INSEPULTO hominis cadaveri terram injicere — apud Athenienses, Lex iussit, memorata Aeliano Var. l. 5. c. 14. Ο῞ς ἄνἀτάφῳ περιτύχῃ σώματι ἀνθρώπου, πάντως ἐπιβάλλειν αὐτῷ γῆν, θἀπτειν δὲ τρὀς δυσμὰς βλέποντας, Insepulto hominis cadaveri terram inicito, et in sepulchro Occas. versus condito …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αυτοθάνατος — αὐτοθάνατος, ον (Α) αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας …   Dictionary of Greek

  • Αρτό, Αντονίν — (Antonin Artaud, 1896 – 1948). Γάλλος ποιητής, ζωγράφος, ηθοποιός, θεωρητικός του θεάτρου και θεατρικός συγγραφέας. Ο πατέρας του ήταν εφοπλιστής και η μητέρα του Ελληνίδα από τη Σμύρνη. Ο Α., που από πολύ νωρίς έδειξε κλίση για την ποίηση, σε… …   Dictionary of Greek

  • Δημώνασσα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Αμφιάραου και της Εριφίλης, σύζυγος του Θερσάνδρου, γιου του Πολυνείκη, και μητέρα του Τισσαμενού. Γίνεται λόγος γι’ αυτήν στο έπος Θηβαΐς. Η μορφή της βρίσκεται στην ανάγλυφη παράσταση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»